Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππιών — ἱππιών, ὁ (Α) [ίππιος] επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Ερέτρια … Dictionary of Greek
ἱππίων — ἵππιος of a horse fem gen pl ἵππιος of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)